μνησικακεῖς

μνησικακεῖς
μνησικακέω
remember past injuries
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμνησικάκητος — ον [αμνησικακώ] 1. αυτός που δεν τόν θυμάται κανείς με μίσος και τάση για εκδίκηση 2. κάτι που δεν μπορείς να μνησικακείς γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”